Το δικό της διαμέρισμα - Μαρία Κιβιδιώτου

Το να κάθεσαι με τις ώρες να κοιτάς ένα όμορφο τοπίο είναι το καλύτερο σου. Αυτό το γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά για σένα. Άλλα δεν ξέρουμε για σένα. Αυτή την σκοτεινή πλευρά που κρύβεις μέσα σου. Αυτό το μυστήριο που κουβαλάς, ο αινιγματικός τρόπος που κοιτάς και ο ήχος της φωνής σου που περνάει αφήνοντας πίσω του χιλιάδες ερωτηματικά. Υπάρχουν αρκετές κατηγορίες ανθρώπων. Κάποιες τις εντόπισα και κάποιες όχι. Εσύ ανήκεις σε μια κατηγορία που δεν προσδιορίζεται, δεν μπαίνει καν σε κατηγορίες. Να ήξερες πόσο δυσκολεύεις τον άλλον να σε περιγράψει. Πολλές φορές αναρωτήθηκα αν το αντιλαμβάνεσαι αυτό. Αν το κάνεις σκόπιμα ή αν ξέρεις κάτι παραπάνω από εμάς.

Θυμάμαι μια φορά που περπατήσαμε σε κάτι στενάκια στο νησί. Ήμασταν περικυκλωμένοι από κόσμο. Ενώ μισούσες την πολυκοσμία, αυτό το είδος πλήθους σε αγαλλίαζε, σου άρεσε. Το έβλεπα στην άκρη των χειλιών σου, μια μικρή σκισμή που δήλωνε ικανοποίηση. Δεν ήταν χαμόγελο, ήταν κάτι άλλο. Κάτι που έμαθα με τα χρόνια να εντοπίζω πάνω σου. Δεν σου άρεσε η πολυκοσμία ενός πάρτι με γνωστά- άγνωστα άτομα αλλά αυτή την πολυκοσμία την έβρισκες τουλάχιστον ηδονική. Ήσουνα πολύ μοναχικός τύπος ανθρώπου αλλά άφηνες τόσο πολύ τον άλλον να σε πλησιάσει όταν ήταν μονάδα. Θυμάμαι λοιπόν ένα βράδυ από τα πολλά που περπατούσαμε στην πάνω πλευρά του λιμανιού ανάμεσα σε ανθισμένα λουλούδια. Έκανε ζέστη και ο αέρας δεν διαπερνούσε τα στενοσόκακα. Μπήκαμε σε ένα πολύ στενό δρομάκι που έκανε μια μικρή παράκαμψη στην άκρη ενός υψώματος. Δεν ήταν κανείς εκεί. Δεν ακουγόταν τίποτα παρά μόνο ένα πλυντήριο ενός ξενοδοχείο. Άρχισες να ακούς τον ήχο. Υπέθεσες πως πλένει σεντόνια. Λευκά σεντόνια που κοίμισαν πάνω τους χιλιάδες επισκέπτες. Έμεινες για λίγο σιωπηλή κι έδειχνες να απολαμβάνεις τον ήχο. Άρχισες να σκέφτεσαι τους επισκέπτες αυτούς. Με ρώτησες πόσοι άνθρωποι να είχαν άραγε κοιμηθεί, ερωτευτεί, κλάψει, πονέσει στα λευκά αυτά σεντόνια. Σκέψου όλα αυτά να είχαν φωνή πόσα θα λέγανε μου είπες και γέλαγες μόνη σου. Ακόμα ένα χαρακτηριστικό σου, ανέκαθεν είχες μεγάλη φαντασία που οργίαζε μες το κεφάλι σου και σαν να σου προκαλούσε εγκεφαλικό γαργαλητό δεν σταματούσες να γελάς για ώρες. Εκείνη την στιγμή το βλέμμα σου πλανήθηκε στα μπαλκόνια και τα παράθυρα των γύρω νοικιαζόμενων διαμερισμάτων. Άρχισες να γελάς περίεργα και να μου λες να φύγουμε. Αυτό ήθελες. Να φύγουμε. Όλα εδώ πέρα ήταν νοικιασμένα, δανεικά. Τα σεντόνια, τα έπιπλα, τα διαμερίσματα. Ήθελες να γυρίσουμε πίσω στο δωμάτιο μας, να μαζέψεις τα πράγματα σου, να μπεις στο καράβι και να φύγεις.

Το βράδυ μας βρήκε στο λιμάνι να περιμένουμε το καράβι για να γυρίσουμε. Εσύ δεν μίλαγες και εγώ ένιωθα θυμό. Πολύ θυμό που αφήσαμε τις διακοπές μας για μια βλακεία. Γιατί εσύ δεν ήθελες να ζήσεις μια δανεική εβδομάδα. Όλο το βράδυ ταξιδεύαμε. Δεν έκλεισες μάτι μόνο κοίταζες γύρω σου στο καράβι τους ανθρώπους να κοιμούνται σαν τσουβάλια ο ένας πάνω στον άλλον. Ευτυχώς δεν μίλησες, δεν άνοιξες το στόμα σου να πεις τι σκεφτόσουνα γιατί ήξερα ήδη αλλά αν το άκουγα θα σε έριχνα στην θάλασσα να συνεχίσεις το ταξίδι κολυμπώντας.


Δεν ένιωθα θυμό για σένα ή για τον χαρακτήρα που είχες και που δέχτηκα και έμαθα να ζω μαζί, μα ένιωσα θυμό γιατί γύρισες πίσω στο σπίτι σου. Στο νοικιασμένο διαμέρισμα σου που κατά κάποιον τρόπο πίστευες τι; Πως ήτανε δικό σου; Πως κανείς άλλος δεν έζησε εκεί, σε ένα διαμέρισμα ενός υπνοδωματίου που κτίστηκε σαράντα χρόνια πριν; Το ίδιο και το αυτό δεν ήταν; Δανεική ζωή που κουβαλούσε κι άλλους μαζί δεν ήταν αυτοί οι τέσσερεις τοίχοι; Πήρα μια βαθιά ανάσα, σου τοποθέτησα τα πράγματα στο σαλόνι, άνοιξα το δανεικό παράθυρο να μπει φως και έφυγα για να κοιμηθώ στην δικιά μου δανεική ζωή.  

Η Μαρία Κιβιδιώτου γεννήθηκε το 1985 στην Κύπρο. Σπούδασε και έζησε αρκετά χρόνια στην Ελλάδα. Ασχολείται ερασιτεχνικά με την συγγραφή και έχει διακριθεί σε μερικούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς (Diavasame.gr και ΕΠΟΚ). Συμμετείχε στην έκδοση «21 νέες φωνές» με το διήγημα «Χρώματα». Η λογοτεχνία για την ίδια είναι τρόπος ζωής και ελευθερίας ενώ θαυμάζει τους κλασσικούς λογοτέχνες και θα ήθελε να είχε γεννηθεί σε μια άλλη εποχή όπου το βιβλίο να ήταν σε μια πιο τιμητική θέση.   
Μπορείτε να βρείτε τη Μαρία Κιβιδιώτου στο Facebook εδώ

Μοιράσου το:

    Blogger Comment
    Facebook Comment

1 σχόλια: