Η μικρή πιανίστρια - Ματίνα Μαντά

Πολλοί πιστεύουν στον παράδεισο. Και στην κόλαση. Εγώ πιστεύω μόνο στη δεύτερη. Μόνο η κόλαση μπορεί να περιγράψει αυτό που ζω. Κόλαση φριχτή κι ανείπωτη. Πιο φριχτή απ’ του Δάντη, πιο καταραμένη απ’ όσο λένε οι άγιες γραφές. Και το χειρότερο είναι ότι στα καζάνια της δεν καίγονται μαύρες ψυχές. Αλλά αθώοι.

Χιλιάδες οι ψυχές που γεμίζουν τους φούρνους του Άουσβιτς. Άλλοι τόσοι αυτοί που σκοτώνονται ή χάνουν τους αγαπημένους τους. Υπάρχουν κι αυτοί που κρύβονται, όπως εγώ. Αλλά είναι μάταιο. Οι Ναζί δολοφονούν χωρίς έλεος και τύψεις. Εισβάλλουν από σπίτι σε σπίτι. Το προσωπικό μου καταφύγιο έχει πάψει εδώ και καιρό να λέγεται σπίτι. Οι βομβαρδισμοί σχεδόν το κατέστρεψαν. Μοναδική μου πολυτέλεια τα λιγοστά τρόφιμά μου και η θέα στο απέναντι διαμέρισμα.

Η θέα; Θα με ρωτήσεις ίσως απορημένος και θα γελάσεις αμήχανα. Ίσως με περάσεις τρελή. Πράγματι, ο πόλεμος στενεύει τα όρια της λογικής και της αξιοπρέπειας. Επικίνδυνα. Πολύ επικίνδυνα. Όμως όχι, δεν είμαι τρελή. Η θέα στο απέναντι διαμέρισμα είναι όντως υπέροχη. Πρόκειται, βλέπεις, για ένα κοριτσάκι. Ένα μικρό αγγελούδι, που ο πόλεμος τσαλάκωσε βίαια την παιδική του ψυχή. Δεν το εμπόδιζε όμως απ’ το να ζει στο δικό του κόσμο: τον κόσμο της μουσικής. Ναι, ναι, η μικρή ήταν καταπληκτική πιανίστρια. Άγια η μουσική που έβγαινε απ’ το πιάνο της. Γαλήνευε τις ψυχές και των δυο μας. Μπορεί η μουσική της να με εμπόδιζε απ’ το να τρελαθώ, παράλληλα όμως με γέμιζε φόβο και ανησυχία: Οι στρατιώτες του Χίτλερ εξολοθρεύουν νυχθημερόν πάσα ομορφιά και πάσα καλοσύνη. Και το πιάνο του παιδιού ήταν το εισιτήριο στο τρένο του θανάτου. Ενδεχομένως να το ήξερε και το ίδιο και να ‘θελε απλώς να γλυκάνει τις τελευταίες του ώρες.

Εδώ και τρεις μέρες η μαγική μελωδία του πιάνου ακουγόταν σχεδόν ασταμάτητα. Τρεις μέρες η μικρή ήταν απορροφημένη από τ’ αριστουργήματά της, αγνοώντας τον κόσμο γύρω της, που γκρεμιζόταν σα χάρτινος πύργος. Μπορούσα να τη δω απ’ το παραθυράκι μου. Στο απέναντι διαμέρισμα. Εκείνη όμως δεν έβλεπε εμένα. Δεν έβλεπε το αίμα, δεν οσμιζόταν το θάνατο. Κι αυτή η άγνοια μπορούσε να αποβεί μοιραία για το παιδί. Τα SS περιπολούσαν στις γειτονιές. Δε θ’ αργούσε να πέσει στην αντίληψη τους. Έπρεπε να τη βοηθήσω.

Για κανένα λόγο δεν μπορούσα να βγω στο δρόμο, για να περάσω απέναντι. Αν με ανακάλυπταν, αλίμονο μου.  Μόνη μου προστασία το σκοτάδι. Πήρα μια μακριά σανίδα και την τοποθέτησα οριζόντια, γεφυρώνοντας έτσι τα σπίτια μας. Οι άκρες της ένωναν τα μπαλκόνια μας. Κάτω απ’ την αυτοσχέδια γέφυρά μου υπήρχε το ύψος των σαράντα μέτρων, ικανό να τσακίσει τα κόκκαλα. Δε φοβόμουν αυτό όμως. Έπρεπε πάση θυσία να προστατέψω το κορίτσι. Κι ας σκοτωνόμουν.

Άρχισα να περπατάω στην αυτοσχέδια γέφυρα μου. Σκόπευα να περάσω απέναντι. Αν φυσικά κατόρθωνα να γλιτώσω απ’ τους στρατιώτες του θανάτου κι απ’ την επικίνδυνη σανίδα, που κάλλιστα θα μπορούσε να σφραγίζει τη νεκρόκασα μου. Εάν έσπαζε ή δεν άντεχε το βάρος μου ήμουν χαμένη. Τα κατάφερα όμως. Άνοιξα το παράθυρο και εισέβαλα στο απέναντι διαμέρισμα. Τα χεράκια σταμάτησαν να χτυπούν τα πλήκτρα. Τα παιδικά ματάκια με κοίταξαν. Κοίταξα κι εγώ γύρω μου. Στο πάτωμα κείτονταν δυο νεκροί. Αναμφίβολα οι γονείς του παιδιού. Και τότε διαπίστωσα ότι η μικρή ήξερε τη γεύση του θανάτου. Πιο πολύ απ’ όσο νόμιζα. Παρά τον ψυχικό πόνο όμως – που μόνο το πιάνο γαλήνευε – δε με αντιμετώπισε εχθρικά. Μου χαμογέλασε.

Το σκάσαμε από την πίσω πόρτα της πολυκατοικίας. Δεν είχαμε πού να πάμε, όχι. Είχαμε όμως η μια την άλλη. Έγινα μάνα της κι αυτή κόρη μου. Ποιος ξέρει; Ίσως τελικά φτάσουμε στον δικό μας παράδεισο μια μέρα.


Εάν υπάρχει… Εάν καταφέρω να πιστέψω ξανά.

H Ματίνα Μαντά έχει σπουδάσει Γερμανική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, έχει εκδώσει ένα βιβλίο και αρκετά διηγήματα. Ζει και εργάζεται στην πόλη του Ναυπλίου. Επιπλέον, αγαπά ιδιαίτερα το μυστήριο και την γοτθική κουλτούρα

Μοιράσου το:

    Blogger Comment
    Facebook Comment

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου